- αμμόδρομος
- ἀμμόδρομος, ο (Α)1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμμόδρομοι — ἀμμόδρομος sandy place for racing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek